- πανάνθρωπος
- παν-άνθρωπος, aller Menschen, allen Menschen gemeinsam
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανάνθρωπος — πανάνθρωπος, ον (Α) πανανθρώπινος, που ανήκει σε όλους τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄνθρωπος] … Dictionary of Greek
πανανθρώπινος — η, ο [πανάνθρωπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους ανθρώπους, παγκόσμιος («θέλουμε πανανθρώπινη τη λευτεριά») … Dictionary of Greek